- κλεηδών
- κλεηδών, όνος, and κληηδών (κλέος): rumor, tidings, Od. 4.317; then of something heard as favorable omen, Od. 2.35, Od. 18.117, Od. 20.120.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κλεηδών — κλεηδών, όνος, ἡ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κληδών … Dictionary of Greek
κλεηδών — κληδών omen fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
k̂leu-1, k̂leu̯ǝ- : k̂lū- — k̂leu 1, k̂leu̯ǝ : k̂lū English meaning: to hear Deutsche Übersetzung: “hören” (aoristisch), also “whereof man viel hört, berũhmt, Ruhm” Note: (extension a root k̂el ); Material: 1. O.Ind. sr̥ṇōti (*k̂l̥ neu ) “hört”, srudhí … Proto-Indo-European etymological dictionary